αναπωμάζω

αναπωμάζω
μετ. откупоривать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναπωμάζω" в других словарях:

  • αναπωμάζω — ἀναπωμάζω (Α) σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας ( ήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ἀναπωμάσῃ — ἀναπωμάζω lift up the cover aor subj mid 2nd sg ἀναπωμάζω lift up the cover aor subj act 3rd sg ἀναπωμάζω lift up the cover fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπωμασθείσης — ἀναπωμάζω lift up the cover aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπωμάσαντες — ἀναπωμάζω lift up the cover aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπώμασον — ἀναπωμάζω lift up the cover aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπωμάσας — ἀναπωμά̱σᾱς , ἀναπωμάζω lift up the cover fut part act fem acc pl (doric) ἀναπωμά̱σᾱς , ἀναπωμάζω lift up the cover fut part act fem gen sg (doric) ἀναπωμάσᾱς , ἀναπωμάζω lift up the cover aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπωμαστήρας — ( ήρ, ήρος), ο εργαλείο με το οποίο αφαιρούμε το πώμα από κάτι, αλλ. τιρμπουσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπωμάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»